- σκεδασμός
- σκεδασμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκεδασμός — ο, ΝΜΑ σκέδαση («πρὸς σκεδασμὸν τῆς ἡμῶν ἐμβολῆς», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι + κατάλ. μός (πρβλ. κρεμασ μός)] … Dictionary of Greek
σκεδασμοῦ — σκεδασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδασμούς — σκεδασμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδασμῷ — σκεδασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδασμόν — σκεδασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՃԱՊԱՂՈՒՄՆ — (ղման.) NBH 2 0172 Chronological Sequence: Unknown date, 12c, 14c գ. σκεδασμός dissipatio, dispersio. Ճապաղելն, իլն. ճապաղք. ճապաղիք. ծաւանումն. զեղումն. մանաւանդ՝ ցնդումն. պատաղումն. *Արեան ճապաղումն արարին. Լմբ. իմ.: *Ճապաղումն եւ բաժանումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)